- ισονομικός
- ἰσονομικός, -ή, -όν (Α) [ισονομία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισονομία2. αυτός που ζει σε ισονομία, ο αφοσιωμένος στην ισονομία («διελήλυθας βίον ἰσονομικοῡ τινος ἀνδρός», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσονομικοῦ — ἰσονομικός devoted to equality masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)